- ἐξαιρέτου
- ἐξαιρετόςremovablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
προνομία — (I) η, ΝΜΑ προνόμιο, δικαίωμα κατ εξαίρεση τής κοινής νομοθεσίας (α. «οι προνομίες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου» β. «οὐδὲ τῇ ἡλικίᾳ τῶν γερόντων προνομίαν διδόασιν ἂν μὴ καὶ τῷ φρονεῑν πλεονεκτῶσι», Στράβ. γ. «τυχεῑν προνομίας τῆς παρ αὐτῷ τῷ… … Dictionary of Greek
τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Παναγιώτης — (19ος αι.). Λαϊκός ζωγράφος από τη Μάνη. Είναι γνωστός από τις εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης που φιλοτέχνησε (1836 39) κατά παραγγελία του στρατηγού Μακρυγιάννη. Πληροφορίες για τη ζωή του δεν υπάρχουν. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει μόνο πως… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Μετσόβου — Το Λ.Μ.Μ. λειτουργεί από το 1955 και ανήκει στο κοινωφελές ίδρυμα Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα. Στεγάζεται στο ανοικοδομημένο αρχοντικό της οικογένειας Τοσίτσα και αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο το πώς ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των… … Dictionary of Greek
Πακίνο — (Pachino). Πόλη της Ιταλίας στις νότιες ακτές της Σικελίας. Ιδρύθηκε το 1758. Mέχρι το 1812, έτος κατάρρευσης της φεουδαρχίας στη Σικελία, το Π. ανήκε στην κομητεία Στάραμπα Αλαγκόνα. Η πόλη, που απέχει 4 χλμ. από τη θάλασσα παρουσιάζει έντονη… … Dictionary of Greek
Φρομάν, Νικολά — (Froment). Γάλλος ζωγράφος. Εργάστηκε στη νότια Γαλλία, αλλά είναι άγνωστο πότε γεννήθηκε και πότε πέθανε. Η περίοδος, ωστόσο, της ζωγραφικής δραστηριότητάς του καλύπτει το χρονικό διάστημα μεταξύ 1450 και 1490. Από τα έργα του, τα περισσότερα… … Dictionary of Greek